- προστασία
- η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προστασίη Α1. επιμέλεια, φροντίδα (α. «προστασία τού περιβάλλοντος» β. «δι' ἥν ποιεῑται ἡμῶν προστασίαν», πάπ.)2. υπεράσπιση, προάσπιση, προφύλαξη, περιφρούρηση (α. «προστασία τών ανθρώπινων δικαιωμάτων» β. «ἀπογνῶναι δὲ προστασίας ἀδικουμένων», Συν.)νεοελλ.1. βιολ. λειτουργία με την οποία τα ζωντανά είδη προστατεύονται από τους αντίξοους παράγοντες ή τις επιθέσεις ενός αρπακτικού2. (μεταλλ.) επικάλυψη μιας επιφάνειας με μεταλλική ή μη ουσία, με σκοπό την προφύλαξή της από τη διάβρωση, από τη φθορά, από τη χρήση και από άλλους παράγοντες οι οποίοι επιταχύνουν την καταστροφή της3. φρ. α) «προστασία τού καταναλωτή»(οικον.) το σύνολο τών κρατικών μέτρων που αποβλέπουν στην προάσπιση τών συμφερόντων τού καταναλωτή και στην αποφυγή εκμετάλλευσής του από κερδοσκόπουςβ) «μεταλλική προστασία» — προστασία μετάλλου που πραγματοποιείται: i) με ηλεκτρολυτική απόθεση ενός μετάλλου που αντέχει στη διάβρωσηii) με τη μετάθεση ενός μετάλλου από κάποιο άλας του προς την επιφάνεια τού προστατευόμενου αντικειμένουiii) με εμβάπτιση τού αντικειμένου σε λουτρό τηγμένου μετάλλου και iv) θερμοχημική διάχυση μετάλλου στην επιφάνεια τού αντικειμένουγ) «μη μεταλλική προστασία» — προστασία μετάλλου κατά την οποία χρησιμοποιούνται χρώματα, βερνίκια, διάφορα πλαστικά προϊόντα, καθώς και διάφορες μέθοδοι εμφυάλωσης και χημικών αποθέσεωνδ) «προστασία τής φύσης και διασφάλιση τών φυσικών πόρων» — η προστασία τού περιβάλλοντοςε) «προστασία τού περιβάλλοντος»οικολ. δραστηριότητα οργανωμένη και εκφραζόμενη με ένα σύνολο τεχνικών, υγειονομικών, οργανωτικών και νομικών μέτρων που στοχεύουν ή πρέπει να στοχεύουν στη διατήρηση τής οικολογικής ισορροπίας στον πλανήτη μας, στη συντήρηση και βελτίωση όλων τών φυσικών παραγόντων, καθώς και στη διασφάλιση ολοένα και καλύτερων όρων και συνθηκών ζωής και εργασίας για τον άνθρωποστ) «συστήματα προστασίας»τεχνολ. συστήματα ασφαλείας που διαφυλάσσουν άτομα και περιουσιακά στοιχεία από πολλούς κινδύνους στους οποίους περιλαμβάνονται εγκληματικές πράξεις, πυρκαγιές, ατυχήματα, επίθεση από εξωτερικούς εχθρούς κ.ά.αρχ.1. το να στέκεται κανείς μπροστά από κάτι («κατὰ τὴν προστασίαν τῶν ἐλεφάντων», Πολ.)2. το να είναι κανείς προϊστάμενος, αρχηγός, η αρχηγία («καὶ ἀπ' ἐκείνου ξυμπαρέμεινεν ἡ προστασία ἡμῑν τοῡ πλήθους», Θουκ.)3. προεδρία4. το αξίωμα τού διοικητή, η διοίκηση5. συνεκδ. κύρος, αυθεντία (α. «ἡ ἰατρικὴ προστασία», Ιπποκρ.β. «ἡ τοῡ ξυγγραφέως προστασία», Πολ.)6. μεγαλοπρέπεια, πομπή, επίδειξη («οὐ μόνον προστασία βασιλική, ἀλλὰ καὶ δύναμις», Πολ.)7. διαχείριση, επιστασία («ἡ τοῡ Θεοῡ προστασία καὶ ὅλου ἡμῶν τοῡ οἴκου», πάπ.)8. συνεργία, επικουρία («ταῡτ'... οὐχ ὁμολογουμένη προστασία;», Δημοσθ.)9. (με κακή σημ.) φατριασμός («ἔπειτα προστασίαι πολλαὶ καὶ πανταχόθεν γίγνονται καὶ τοῡ πρωτεύειν ἀντιποιοῡνται μὲν πάντες», Δημοσθ.)10. προστάς*11. θηλ. τ. τού προστάσιος*12. φρ. «πρὸ τῆς προστασίας»(σχετικά με μαία) πριν από την ανάληψη τής επιμέλειας τού τοκετού.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστασις, κατά τα θηλ. σε -ία, ενώ κατ' άλλη άποψη < προστάτης].
Dictionary of Greek. 2013.